- καταγραφεύς
- καταγρᾰφ-εύς, έως, ὁ,A cataloguer,
τῶν ἐθνικῶν Eust.335.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν ἐθνικῶν Eust.335.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγραφεύς — cataloguer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῆς — καταγραφεύς cataloguer masc nom pl καταγραφεύς cataloguer masc nom/voc pl καταγραφή drawing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή … Dictionary of Greek
καταγραφεῖς — καταγράφω scratch aor subj pass 2nd sg (epic) καταγραφεύς cataloguer masc acc pl καταγραφεύς cataloguer masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγραφεύς — έως, ὁ, Α αυτός που γράφει κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγραφή + επίθημα εύς (πρβλ. καταγραφή: καταγραφεύς)] … Dictionary of Greek
καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)